-
1 γειτόσυνος
γειτόσυνος, benachbart, καλύβη Ant. Sid. 103 (IX, 407); ἡ γειτοσύνη, Nachbarschaft, Strab. XIII, 591. γείτων, ονος, ὁ, ἡ, entstanden aus ΓΕ-ΙΤΩΝ, vgl. das ähnlich gebildete γηίτης; γείτων von γέα, eigentlich = Landsmann, dem (selben) Lande angehörig; gebräuchlich in der Bedeutung Nachbar, Nachbarin, und als adjectiv., benachbart; Hom. dreimal, nominat. plur., Odyss. 4, 16 γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου, unächte Stelle; 5, 489 ᾧ μὴ πάρα γείτονες ἄλλοι; 9, 48 οἵ σφιν γείτονες ἦσαν. – Hes. O. 344 u. Folgde; Prosa, καὶ ὁ πλησίον Plat. Theaet. 174 a; ἢ σύνοικος Legg. III, 696 b; καὶ ὅμορος Luc. Tim. 43; oft adj., benachbart, angränzend, πόντος, πόλις, Pind. N. 9, 43 P. 1, 32, wie Plat. Legg. IX, 877 a; χώρα Aesch. Pers. 67; σπλάγχνον γ. αὐτῷ Plat. Tim. 72 c. Selten c. gen., Eur. Cycl. 281 I. T. 1451; – ἐκ γειτόνων, aus der Nachbarschaft, Plat. Rep. VII, 531 a, wie ἡ ἐκ τ. γ. Ar. Plut. 435 Lys. 701; ἐκ γειτόνων κατοικεῖν Antiphan. Ath. XIII, 572 a; ebenso ἐν γειτόνων, in der N., ᾤκει Luc. Philops. 25; Conv. 22; öfter bei Sp.; ἀπὸ γειτόνων D. Sic. 13, 84; Uebertr., verwandt, ähnlich, Luc. Icarom. 8. – Ein neutr. γεῖτον führt Hesych. an, vgl. App. B. C. 1, 93; Ach. Tat. 1, 2, 20.
См. также в других словарях:
όμορος — η, ο (Α ὅμορος και επικ. ιων. τ. ὅμουρος, ον) (για χώρες ή για εδαφικές εκτάσεις) αυτός που έχει κοινά σύνορα με κάποιον άλλο, αυτός που συνορεύει με κάποιον, γειτονικός (α. «η Ελλάδα και η Αλβανία είναι όμορες χώρες» β. «καὶ χώραν ὅμορον καὶ… … Dictionary of Greek
πρόσορος — και ιων. τ. πρόσουρος, ον, Α αυτός που συνορεύει με κάποιον, όμορος, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ορος / ουρος (< ὅρος / οὖρος «όριο, σύνορο»), πρβλ. όμ ορος] … Dictionary of Greek
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ομορέω — ὁμορέω και ιων. τ. ὁμουρέω (Α) [όμορος] 1. είμαι όμορος, έχω κοινά σύνορα με κάποιον, συνορεύω, γειτνιάζω 2. (στον ιων. τ.) (για γυναίκα) πλησιάζω κάποιον με ερωτική διάθεση ή συγκατοικώ παράνομα με ερωμένο, συζώ 3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ.… … Dictionary of Greek
ομόριος — ὁμόριος και ιων. τ. ὁμούριος, ον (Α) [όμορος] 1. όμορος, γείτονας 2. προσωνυμία τού Διός («ὁμόριος Ζεύς») … Dictionary of Greek
προσορίζω — Α 1. περιλαμβάνω εντός τών συνόρων και, κυρίως, προσθέτω μια χώρα στα όρια μιας επικράτειας 2. (το ενεργ. και μέσ.) ορίζω επιπροσθέτως τα όρια ενός πράγματος («προσορίζω χρόνον πένθους», Πλούτ.) 3. (ως αμτβ.) βρίσκομαι κοντά σε έναν τόπο, είμαι… … Dictionary of Greek
προσεχής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτεχής, Α [προσέχω] (σχετικά με τον χρόνο) ο αμέσως επόμενος (α. «το προσεχές έτος», β. «την προσεχή εβδομάδα» γ. «κατά την προσεχή σύνοδο») μσν. αρχ. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά σε κάποιον, κοντινός (α. «προσεχεῑς τῷ… … Dictionary of Greek
συγκυρώ — (I) έω, ΜΑ (για γεγονότα και συμβάντα) επέρχομαι, συμβαίνω κατά τύχη αρχ. 1. συναντώμαι κατά τύχη 2. συναντώ κάτι δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῑς συγκυρήσασα πάθεσι», Διόδ. β. «εὐτυχία συγκυρεῑν», Φιλόδ.) 3. (με μτχ. όπως και το ρ. τυγχάνω)… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
πλησιόχωρος — η, ο / πλησιόχωρος και πλησιόχορος, ον, ΝΑ αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά σε μια χώρα, γειτονικός, όμορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + χώρα (πρβλ. περί χωρος, στενό χωρος)] … Dictionary of Greek
συνορεύω — Ν [σύνορο] 1. έχω κοινά σύνορα με κάποιον, είμαι όμορος 2. φρ. «συνορεύουσα ζώνη» ναυτ. η διαχωριστική θαλάσσια ζώνη μεταξύ τών χωρικών και τών διεθνών υδάτων … Dictionary of Greek